- φλέμα
- τοβλ. φλέγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλέμα — το, Ν βλ. φλέγμα … Dictionary of Greek
απόχρεμμα — ἀπόχρεμμα, το (AM) φτύσμα, φλέμα … Dictionary of Greek
βήγμα — βῆγμα, το (Α) [βήσσω ( ττω)] βλέννα, φλέμα … Dictionary of Greek
γλάμων — γλάμων, ον (Α) ο γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός* και γλαμώδης*) προήλθε από τη γλώσσα τού Ησύχ. «γλάμος μύξα», κατά τα επίθετα σε ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
πτύελο — το / πτύελον, ΝΜΑ, και πτύαλον, τὸ, και πτύαλος, ὁ, Α το έκκριμμα τού βλεννογόνου τών πνευμόνων και τών αεροφόρων οδών με προσμίξεις κυτταρικών στοιχείων, σάλιου, υπολειμμάτων τροφής, σκόνης, σωματιδίων καπνού, πύου, αίματος, παθογόνων μικροβίων … Dictionary of Greek
φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… … Dictionary of Greek
χρέμμα — ατος, τὸ, Α [χρέμπτομαί] φλέμα, απόχρεμμα, ρόχαλο … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
πτύελο, το — και πτύαλο το αυτό που φτύνεται, το φτύσμα, το απόχρεμα, το φλέμα, το ρόχαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)